χειρότονος

χειρότονος
ο / χειρότονος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
φρ. «χειροτόνους λιτάς» — δεήσεις με τεντωμένα τα χέρια (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. χειρότονος όσο και το ρ. χειροτονῶ είναι σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. χεῖρα τείνειν και έχουν σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τον- τής ρίζας τού τείνω*. Ως όρος τής νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chirotonus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειροτόνους — χειρότονος stretching out the hands masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χειροτονώ — χειροτονῶ, έω, ΝΜΑ εκκλ. διενεργώ χειροτονία νεοελλ. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τόν χειροτόνησε για τα καλά») μσν. αρχ. αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ. β. «πᾱς ἄρχων ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”